- μούλος, -α, -ικο
- (λ. λατ.), νόθος, μπάσταρδος, μούλικος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μούλος — α, ικο αυτός που προέρχεται από μη νόμιμο γάμο, νόθος, μπάσταρδος («και τόν ακολουθούσανε πολλοί, μούλες και μούλοι», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mulus «ημίονος νόθος»] … Dictionary of Greek